- περιφρούρηση
- ηπροστασία, προφύλαξη, φρούρηση: Η περιφρούρηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων είναι υποχρέωση όλων μας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιφρούρηση — η, Ν 1. η τοποθέτηση φρουρών γύρω από κάποιον ή από κάτι 2. προστασία, διαφύλαξη («η περιφρούρηση τής εθνικής ομοψυχίας είναι χρέος όλων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περιφρουρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
αλληλογραφία — Η ανταπόκριση που γίνεται με την ανταλλαγή επιστολών ή εγγράφων· η επιστολογραφία. Η α. αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα μέσα επικοινωνίας και καλύπτει τη στοιχειώδη ανάγκη των ανθρώπων για αμοιβαία ενημέρωση και πληροφόρηση. Σε ό,τι αφορά την… … Dictionary of Greek
εφέδρα — (ephedra). Γένος θαμνωδών γυμνόσπερμων φρυγανικών ή σπανιότερα αναρριχώμενων φυτών της οικογένειας των εφεδριδών. Περιλαμβάνει περίπου 45 είδη, κυρίως των θερμών και εύκρατων περιοχών. Είναι φαρμακευτικά ή καλλωπιστικά φυτά. Έχουν λεπτούς,… … Dictionary of Greek
κάλυψη — Όρος της τοπολογίας. Αν Α είναι ένα οποιοδήποτε σύνολο (διάφορο από το κενό) και Κ είναι μια οικογένεια από σύνολα, τότε η οικογένεια αυτή ονομάζεται κ. του συνόλου Α, αν και μόνο αν κάθε στοιχείο του Α ανήκει σε ένα τουλάχιστον από τα μέλη της… … Dictionary of Greek
καραβάνι — Ομαδική πορεία, κυρίως μεταναστών, προσκυνητών ή εμπόρων, η οποία συνήθως πραγματοποιείται με καμήλες, υποζύγια ή τροχοφόρα. Η λέξη κ. προέρχεται από την περσική λέξη κερβάν, που χαρακτήριζε αρχικά τις νομαδικές φυλές, είτε αυτές μετακινούνταν… … Dictionary of Greek
ναοφυλακία — ναοφυλακία, ἡ (Α) [ναοφύλαξ (Ι)] (ως ιερατικό αξίωμα) περιφρούρηση, φύλαξη ναού … Dictionary of Greek
περίπολος — η, ο / περίπολος, ον ΝΑ [περιπέλομαι]·Α. αυτός που περιφέρεται και φρουρεί έναν τόπο 2. το αρσ. ως ουσ. ο περίπολος φρουρός με αποστολή την φρούρηση ή και την κατασκόπευση ενός τόπου («περιπόλους ἔταξε καὶ ἐπισκόπους τῶν ἀγρῶν», Πλούτ.) 3. το θηλ … Dictionary of Greek
προνοιάριος — ὁ, Μ ο κάτοχος βυζαντινής πρόνοιας, δηλαδή μεγάλης έκτασης γης που τού παραχωρούσε η αυτοκρατορία ως ισόβιο προνόμιο και με ορισμένη αποστολή και συγκεκριμένες υποχρεώσεις, όπως λ.χ. τον εποικισμό τής περιοχής, την περιφρούρησή της, την προσφορά… … Dictionary of Greek
προστασία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προστασίη Α 1. επιμέλεια, φροντίδα (α. «προστασία τού περιβάλλοντος» β. «δι ἥν ποιεῑται ἡμῶν προστασίαν», πάπ.) 2. υπεράσπιση, προάσπιση, προφύλαξη, περιφρούρηση (α. «προστασία τών ανθρώπινων δικαιωμάτων» β. «ἀπογνῶναι δὲ… … Dictionary of Greek